- βενζινάροτρο(ν)
- το бензоплуг
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βενζινάροτρο — το γεωργικό μηχάνημα για όργωμα, του οποίου το άροτρο κινείται με βενζινομηχανή … Dictionary of Greek